πελούζα

πελούζα
η газон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πελούζα" в других словарях:

  • πελούζ — και πελούζα, η 1. κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και χαμηλή χλόη, γκαζόν 2. (στον ιππόδρομο) το τμήμα τής κερκίδας που φιλοξενεί τους θεατές οι οποίοι έχουν εισιτήριο β θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelouse < λατ. pilosus «τριχώδης»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»